- χόριο
- το / χόριον, ΝΜΑο τελευταίος προς τα έξω υμένας που περιβάλλει το έμβρυονεοελλ.1. (εμβρυολ.-ανατ.) ο εξώτατος εμβρυογενής υμένας τού εμβρύου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον βλεννογόνο τής μήτρας2. ανατ. α) το πυκνό και ανθεκτικό στρώμα τού δέρματος που βρίσκεται κάτω από την επιδερμίδαβ) ο χαλαρός συνδετικός ιστός που βρίσκεται κάτω από το επιθήλιο και πάνω από τη βλεννογόνο μυϊκή στιβάδα τού λεπτού εντέρουμσν.-αρχ.1. κάθε υμένας τών εντέρων και τών άλλων οργάνων2. στον πληθ. τὰ χόριαφαγητό παρασκευασμένο από καθαρισμένα έντερα, γεμισμένα με μέλι και γάλα(| αρχ. ο υμένας που περιβάλλει το αβγό εσωτερικά τού φλοιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. χόριον «υμένας που περιβάλλει το έμβρυο» ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ĝhor- τής ΙΕ ρίζας *ĝher- «περιέχω, περιβάλλω» και συνδέεται με τον τ. χόρτος*. Λιγότερο πιθανή, αντίθετα, θεωρείται η σύνδεση τής λ. με τη λ. χορδή* με αρχική σημ. «έντερο», παρά τις προσπάθειες τών σχολιαστών να συνδέσουν σημασιολογικά τις δύο λ. μέσω τού τ. πληθ. χόρια, που έλαβε σημ. «έδεσμα φτειαγμένο από γάλα και μέλι μέσα σε έντερο». Για το σημασιολογικό φαινόμενο πρβλ. τον τ. πλακοῦς, με αρχική σημ. «έδεσμα», ο οποίος εξελίχθηκε, κατ' αντίστροφο τρόπο, σε ανατομικό όρο κατ' επίδραση τού λατ., δάνειου από την Ελληνική, τ. placenta «πλακούντας»].
Dictionary of Greek. 2013.